- ἄλλος
- другой (из многих);
остальной, прочий
- ἄλλος ἄλλη
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἅλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλος — y masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο αόριστη αντωνυμία 1. φανερώνει κάτι διαφορετικό από τα ως τα τώρα γνωστά: Άλλα απ αυτά που βλέπεις δεν έχω. 2. διαφορετικός, αλλιώτικος: Να τον δεις, έγινε άλλος άνθρωπος. 3. στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων χωρίς άρθρο,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἄλλω — ἄλλος y neut nom/voc/acc dual ἄλλος y masc nom/voc/acc dual ἄλλος y neut gen sg (doric aeolic) ἄλλος y masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλων — ἄλλος y neut gen pl ἄλλος y fem gen pl ἄλλος y masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλαι — ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλλοιν — ἄλλος y neut gen/dat dual ἄλλος y masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)